χωνηρ

χωνηρ
    χὠνήρ
    Theocr. in crasi = καὴ ὅ ἀνήρ

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "χωνηρ" в других словарях:

  • χωνήρ — Α κράση αντί καὶ ὁἀνήρ …   Dictionary of Greek

  • όξος — το (ΑΜ ὄξος, ους και εος) το ξίδι νεοελλ. 1. φρ. α) «όξος αρωματικό» φαρμακευτικό αρωματικό υγρό από αραιό οξικό οξύ, οινόπνευμα και αιθέρια έλαια β) «όξος μολύβδου» ο υγρός υποξικός μόλυβδος αρχ. 1. οίνος ελαφρύς, κατώτερης ποιότητας, με υπόξινη …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»